αργοφάγος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

ἀργοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει χωρίς να εργάζεται, που ζει σε βάρος άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + -φαγος < φαγείν (απαρ. αορ. β' του εσθίω)].