αργυρώδης

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

ἀργυρώδης (-ους), -ες (Α)
(για τόπους) πλούσιος σε άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -ώδης < όζω].