κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
ἀργυρώδης (-ους), -ες (Α)(για τόπους) πλούσιος σε άργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -ώδης < όζω].