αργυρώδης

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

ἀργυρώδης (-ους), -ες (Α)
(για τόπους) πλούσιος σε άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -ώδης < όζω].