αργυρώδης

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

Greek Monolingual

ἀργυρώδης (-ους), -ες (Α)
(για τόπους) πλούσιος σε άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -ώδης < όζω].