αρτοφαγώ

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἀρτοφαγῶ (-έω) (Α)
1. τρώγω άρτο
2. τρώγω σιταρένιο ψωμί.