αρχιεπίσκοπος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266

Greek Monolingual

ο (AM ἀρχιεπίσκοπος)
εκκλησιαστικός τίτλος που κυριολεκτικά σημαίνει τον πρώτο μεταξύ πολλών επισκόπων και που χρησιμοποιήθηκε στην εκκλησιαστική πράξη για να δηλώσει διάφορα διοικητικά σχήματα, με οποιαδήποτε μορφή εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας.