αρχιεπίσκοπος

From LSJ

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀρχιεπίσκοπος)
εκκλησιαστικός τίτλος που κυριολεκτικά σημαίνει τον πρώτο μεταξύ πολλών επισκόπων και που χρησιμοποιήθηκε στην εκκλησιαστική πράξη για να δηλώσει διάφορα διοικητικά σχήματα, με οποιαδήποτε μορφή εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας.