αρχιθάλασσος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

ἀρχιθάλασσος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) ο κυρίαρχος της θάλασσας.