αρχικέραυνος

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

ἀρχικέραυνος, ο (Α)
(για τον Δία) ο κύριος του κεραυνού.