αρχικέραυνος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ἀρχικέραυνος, ο (Α)
(για τον Δία) ο κύριος του κεραυνού.