αρχοντιλίκι
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
Greek Monolingual
το
η αρχοντιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) -ιλίκι (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)].