αρχοντιλίκι

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

το
η αρχοντιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) -ιλίκι (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)].