αρχοντιλίκι
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Greek Monolingual
το
η αρχοντιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) -ιλίκι (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)].
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
το
η αρχοντιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) -ιλίκι (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)].