ασπιδηστρόφος
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
Greek Monolingual
ἀσπιδηστρόφος, -ον (Α)
αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος].