ἀσπιδηστρόφος

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδηστρόφος Medium diacritics: ἀσπιδηστρόφος Low diacritics: ασπιδηστρόφος Capitals: ΑΣΠΙΔΗΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: aspidēstróphos Transliteration B: aspidēstrophos Transliteration C: aspidistrofos Beta Code: a)spidhstro/fos

English (LSJ)

ἀσπιδηστρόφον, shield-wielding, λεώς A.Ag.825.

German (Pape)

[Seite 373] λεώς Aesch. Ag. 799, schildschwingend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite litt. qui fait tourner son bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδηστρόφος: вращающий (свой) щит (Aesch. - v.l. к ἀσπιδηφόρος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηστρόφος: ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀσπιδηφόρος ἢ παρόμοιον ἐπίθ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 825.

Greek Monolingual

ἀσπιδηστρόφος, -ον (Α)
αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος].