αστεροσκοπώ

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

ἀστεροσκοπῶ (-έω) (AM) αστεροσκόπος
παρατηρώ τα άστρα.