αστοίβαχτος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που δεν έχει στοιβαχτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβα, σε σωρό («αστοίβαχτα ξύλα»)
2. εκείνος που δεν έχει συμπιεστεί ώστε να πιάνει λιγότερο χώρο («αστοίβαχτος σανός»).