Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
ο, και σανό, το, Ν
1. χόρτο από διάφορα αγρωστώδη ή χεδρωπά, που θερίζεται πριν να ωριμάσει εντελώς και το οποίο, αφού ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή
2. στον πληθ. τα σανά
το σύνολο της συγκομιδής τών παραπάνω χόρτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. seno].