ατμόληψη

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

η
1. λήψη ατμού
2. στρόφιγγα που επιτρέπει ή εμποδίζει την κυκλοφορία του ατμού στους ατμοσωλήνες.