ατράχηλος

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτράχηλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τράχηλο
2. αυτός που έχει κοντό και χοντρό τράχηλο.