ατράχηλος

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτράχηλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τράχηλο
2. αυτός που έχει κοντό και χοντρό τράχηλο.