Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ατριβής

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

ἀτριβής, -ές (AM)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή
2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος
3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος
4. αμεταχείριστος, πρόσφατος
5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό
6. μη εξασκημένος σε κάτι, αγύμναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τριβής < τρίβώ].