δίχως

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309

Greek Monolingual

δίχως)
1. (προθ. με αιτ. ή γεν.) χωρίς
2. φρ. «το δίχως άλλο» — οπωσδήποτε, εξάπαντος
3. (επίρρ. με το να ή το με)
«έφυγε δίχως να μού πει λέξη», «με δίχως να το ξέρω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίχως προήλθε από συμφυρμό των αρχ. λ. διχώς και δίχα.