αυταπόδεικτος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αποδεικνύεται από μόνος του, ο αυτονόητος.