αυχενικός
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον αυχένα ή αναφέρεται σ' αυτόν.
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον αυχένα ή αναφέρεται σ' αυτόν.