αχερμιά

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

η (AM ἀχυρμιά)
σωρός από άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρον, με αβέβαιο μορφολογικό σχηματισμό].