αχερμιά

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀχυρμιά)
σωρός από άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρον, με αβέβαιο μορφολογικό σχηματισμό].