αχυροκόπι

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

και αχεροκόπι, το
εργαλείο με το οποίο κόβουν τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο(ν) + -κόπι].