Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
και αχεροκόπι, τοεργαλείο με το οποίο κόβουν τα άχυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο(ν) + -κόπι].