αχυροκόπι

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

και αχεροκόπι, το
εργαλείο με το οποίο κόβουν τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρο(ν) + -κόπι].