αἰρικός

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek (Liddell-Scott)

αἰρικός: -ή, -όν, Διοσκ. 2. 137, ἢ αἴρινος, η, ον, Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 6: ― κατασκευασθεὶς ἐξ αἴρας (αἶρα).

German (Pape)

von Lolch (αἶρα) gemacht, Medic.