αἴσχρωμα

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. εἴσχρωμα
infamia o calumnia διαβεβληκέναι ἡμᾶς εἴσχρωμα PStras.652.54, cf. 63 (II d.C.).