εἴσχρωμα

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source

Spanish (DGE)

αἴσχρωμα, -ματος, τό
• Grafía: graf. εἴσχρωμα
infamia o calumnia διαβεβληκέναι ἡμᾶς εἴσχρωμα PStras.652.54, cf. 63 (II d.C.).