βέβληκα

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

βέβληκα: pf. к βάλλω.