τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
η 1. η ιδιότητα του βάναυσου2. βάναυση συμπεριφορά ή ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος. Ο τ. βαναυσότης μαρτυρείται από το 1889 στο λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].