βανδοφόρος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Spanish (DGE)
-ου, ὁ portaestandarte o abanderado Procop.Vand.2.10.4.
Greek Monolingual
βανδοφόρος, ο (Μ)
αυτός που φέρει, που κρατάει το βάνδον, ο σημαιοφόρος.