βελονοϋοειδής

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

-ές
ανατ. φρ. «βελονοεϋειδής μυς» — μυς που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση και καταφύεται στο υοειδές οστό.