βελονοϋοειδής

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ές
ανατ. φρ. «βελονοεϋειδής μυς» — μυς που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση και καταφύεται στο υοειδές οστό.