βροχοσκόπιο

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

το
το βροχόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροχή + -σκόπιο].