γαγγητικός

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Greek Monolingual

γαγγητικός, -ή, -όν (Α) γαγγήτις
αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Γάγγη των Ινδιών.