γερακάρης

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ο (Α ἱερακάριος, Μ γερακάρης και γερακάρις) ιέραξ
αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια
μσν.
τιμητικός τίτλος της αυλής του Βυζαντίου.