γιγάντιος

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α γιγάντιος, -α, -ον)
νεοελλ.
ο γιγάντειος -
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ονομασία μήνα στην Άμφισσα και την Τριταία
2. το θηλ. ως ουσ. γιγάντια, η
η γιγαντομαχία.