γκαλόπ
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
το
1. ο καλπασμός
2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop].