γκαλόπ

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

το
1. ο καλπασμός
2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop].