γκαλόπ

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

το
1. ο καλπασμός
2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop].