γραμματισμένος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, -η, -ον)
αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος.