γραμματισμένος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, -η, -ον)
αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος.
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
-η, -ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, -η, -ον)
αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος.