γυμνοκέφαλος
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
Spanish (DGE)
-ον que lleva la cabeza descubierta, A.Thom.A 56.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυμνοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει ακάλυπτο κεφάλι, ασκεπής.