δακρυστάλαχτος
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
-η, -ο (Μ δακρυστάλακτος, -ον)
αυτός που σταλάζει δάκρυα
νεοελλ.
(για νερό) που στάζει σαν δάκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + σταλάζω.