δας

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

δᾲς (δᾳδός), η (Α)
η δαΐς, η δάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαΐς.