τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
δενδρόβιος, -α, -ο1. (για διάφορα είδη ζώων) αυτός που ζει πάνω στα δένδρα2. το ουδ. ως ουσ. γένος ορχεοειδών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -βιος < βίος.