δενδρόβιος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

δενδρόβιος, -α, -ο
1. (για διάφορα είδη ζώων) αυτός που ζει πάνω στα δένδρα
2. το ουδ. ως ουσ. γένος ορχεοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -βιος < βίος.