Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
δενδρόβιος, -α, -ο
1. (για διάφορα είδη ζώων) αυτός που ζει πάνω στα δένδρα
2. το ουδ. ως ουσ. γένος ορχεοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -βιος < βίος.