δερμάνυσσος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ο
μικρό άκαρι που παρασιτεί κυρίως τα πουλερικά, τσιμπούρι της κότας.