Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άκαρι

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

(-εως), το (Α ἀκαρί, το)
νεοελλ.
κάθε μέλος της υφομοταξίας Ακάρεα
αρχ.
είδος της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός». Για την ετυμολογία της νεοελληνικής λέξης βλ. ετυμολογία λήμματος Ακάρεα].